- ἡδυγλωσσία
- ἡδυ-γλωσσία, ἡ,A sweetness of tongue, PMag.Leid.V.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηδυγλωσσία — η (Α ἡδυγλωσσία) [ηδύγλωσσος] γλυκύτητα γλώσσας, ομιλίας, ευπροσηγορία … Dictionary of Greek
ἡδυγλωσσίαν — ἡδυγλωσσίᾱν , ἡδυγλωσσία sweetness of tongue fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)